- ευεθειρος
- εὐέθειροςεὐ-έθειρος2прекраснокудрый Anacr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευέθειρος — εὐέθειρος, α, ον (Α) με ωραία μαλλιά («εὐέθειρα Ἶσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έθειρος (< έθειρα «κόμη, χαίτη»), πρβλ. αγλα έθειρος, πυρι έθειρος] … Dictionary of Greek